-
1 руда
το ορυκτ/ό, το μετάλλευμαзалежи - ы κοιτάσματα - ών, τα μεταλλευτικά κοιτάσματαмедная - το μετάλλευμα χαλκού, η χαλκίτιδαнеобожжённая - см. сырая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > руда
-
2 руда
-
3 руда
руд||аж τό μετάλλευμα, τό ὀρυκτό[ν]:медная \руда τό μετάλλευμα χαλκοῦ, ἡ χαλ-κίτις· железная \руда τό σιδηρομετάλλευμα· залежи \рудаώ κοιτάσματα ὁρυκτών, μεταλλευτικά κοιτάσματα. -
4 руда
-
5 концентрат
1. (продукт обогащения руд) το εμπλουτισμένο ορυκτό/μετάλλευμαсуммарный - συνολικό -, τελικό -2. (пищевой продукт) η συμπυκνωμένη τροφή, η αφυδατωμένη τροφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > концентрат
-
6 медный
χάλκιν/ος- век ο χαλκούς αιών, η εποχή του χαλκού- купорос хим. о θειικός χαλκόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > медный
-
7 хромит
(хромистый железняк) о χρωμίτης (μετάλλευμα σιδηροχρωμίου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хромит
-
8 измельчать
измельчать Iнесов (превращать в порошок) κομματιάζω, τρίβω:\измельчатьруду́ κονιοποιώ, τρίβω τό μετάλλευμα.измельча||ть IIсов1. (стать мелким) γίνομαι ρηχός, ἀβαθής:озеро \измельчатьло ἡ λίμνη ἐγινε ρηχή·2. перец, (вырождаться) γίνομαι μικροπρεπής. -
9 марганцевый
ма́рган||цевыйприл μαγγανικός, μαγγανιοῦχος:\марганцевыйцевая соль μαγγανικό ἀλας· \марганцевыйцевая руда́ μαγγανιοῦχο μετάλλευμα. -
10 медный
медн||ыйприл χάλκινος, χαλκοῦς, μπακιρένιος, χαλκωματένιος:\медныйая монета τό χάλκινο νόμισμα, ἡ μπακίρα· \медныйая руда ἡ χαλκϊτις, τό μετάλλευμα χαλκοῦ· \медный колчедан мин. ὁ χαλκοπυρίτης· \медный купорос хим. ὁ θειικός χαλκός, ἡ γαλαζό-πετρα· ◊ \медный век ὁ χαλκοῦς αἰών \медный лоб презр. ὁ κουτεντές, τό ξόανο. -
11 обогатить
обогатитьсов, обогащать несов в разн. знач. πλουτίζω (μετ.):\обогатить руду́ ἐμπλουτίζω τό μετάλλευμα· \обогатить страну́ πλουτίζω τή χώρα. -
12 свинцовый
свинцов||ыйприл1. μολυβένιος, μολύβδινος:\свинцовыйая руда τό μολυβδοῦχον μετάλλευμα· \свинцовый блеск мин. ὁ θειούχος μόλυβδος· \свинцовыйые белила τό στουπέτσι, ὁ ἀνθρακικός μόλυβδος· \свинцовыйая примочка мед. τό μολυβδόνερο·2. (о цвете) μο-λυβδόχρους, μολυβένιος·3. (тяжелый) перен μολυβένιος, βαρύς. -
13 содержание
содержани||ес1. (содержимое чего-л., сущи́ость) τό περιεχόμενο[ν]:руда с богатым \содержаниеем железа μετάλλευμα πλούσιο σέ σίδηρο· краткое \содержание статьи ἡ περίληψη τοῦ ἄρθρου· \содержание кни́ги τό περιεχόμενον τοῦ βιβλίου· \содержание лекции τό θέμα τής διαλεξεως· форма и \содержание ἡ μορφή καί τό περιεχόμενο·2. (средства существования) ἡ συντήρηση [-ις], ἡ διατήρηση [-ις]:расходы на \содержание семьи τά ἔξοδα γιά τήν συντήρησην τής οίκογένειας·3. (заработная плата) ὁ μισθός, οἱ ἀποδοχές:денежное \содержание воен. ὁ μισθός στρατιώτη· отпуск без сохранения \содержаниея ἀδεια χωρίς ἀποδοχές·4. (оглавление) τά περιεχόμενα, ὁ πίνα-κας [-αξ] τών περιεχομένων ◊ \содержание под арестом ἡ κράτηση· быть на \содержаниеи μέ συντηρεί κάποιος. -
14 содержать
содержатьнесов1. συντηρώ:\содержать семью συντηρώ οἰκογένεια· \содержать армию συντηρώ στράτευμα·2. (вмещать, заключать в себе) περιέχω:руда содержит много железа τό μετάλλευμα περιέχει πολύ σίδηρο·3. (держать) κρατώ, συντηρώ:\содержать в порядке κρατώ σέ τάξη. -
15 минерал
-а α.ορυκτό, μετάλλευμα, γη μεταλλίτιδα. -
16 минерализация
-ив.1. μεταλλοποιΐα μεταλλοποίηση.2. περιεκτικότητα σε μετάλλευμα. -
17 процентный
επ.τα εκατό•-ое содержание железа в руде περιεκτικότητα τα εκατό του σιδήρου στο μετάλλευμα•
в -ом отношении σε σχέση με τα εκατό (%).
τοκοφόρος• έντοκος•-ые бумаги τα χρεόγραφα.
-
18 серебряный
επ.1. αργυρός, ασημένιος•серебряный слиток αργυροί ράβδοι•
-ая ложка ασημένιο κουτάλι•
серебряный портсигар ασημένια ταμπακέρα.
|| ασημοκεντησμενος. || αργυρουχος•-ая руда αργυρούχο μετάλλευμα.
2. βλ. серебристый.εκφρ.серебряный блеск – ο θειίκάς άργυρος•- ая свадьба – οι αργυροί γάμοι (η 25 επέτειος γάμου).
См. также в других словарях:
μετάλλευμα — Ορυκτό που συνήθως περιέχει διάφορα μέταλλα σε αρκετή ποσότητα, ώστε να παρουσιάζει βιομηχανικό ενδιαφέρον. Η χρήση των μ. από τη βιομηχανία προϋποθέτει την κατάλληλη κατεργασία (φυσική, χημική ή θερμική). Τα μέταλλα που συγκροτούν τα μ.… … Dictionary of Greek
μετάλλευμα — το, ατος κάθε ορυκτό που περιέχει μέταλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κερουσίτης ή λευκό μολυβδούχο μετάλλευμα — Ορυκτό με χημικό τύπο PbCO3 (ανθρακικός μόλυβδος).Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και οι κρύσταλλοί του εμφανίζονται σε ποικίλο σχήμα (βελονοειδείς, οβελοειδείς, με ραβδώσεις κ.ά.). Σχηματίζει συχνά δεσμίδες με πυραμιδική ή πρισματική μορφή… … Dictionary of Greek
βωξίτης — Μετάλλευμα που αποτελεί πρώτη ύλη για την παρασκευή αλουμίνας, η οποία χρησιμοποιείται στην παραγωγή αλουμινίου. Η ονομασία (διεθνώς bauxite) προέρχεται από το γαλλικό χωριό Le Baux της Προβηγκίας, όπου βρέθηκαν τα πρώτα κοιτάσματά του. Χημικά… … Dictionary of Greek
αργυρίτης — Μετάλλευμα αργύρου, ορυκτό του θειούχου αργύρου. Κρυσταλλώνεται σε κυβικούς κρυστάλλους. Λιώνει εύκολα και διαλύεται στο νιτρικό οξύ. * * * ο (Α ἀργυρίτης,ο κ. ἀργυρῑτις, ιτιδος, η) η άμμος ή το χώμα που περιέχουν άργυρο νεοελλ. φυσικός θειούχος… … Dictionary of Greek
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek
λαυρίο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… … Dictionary of Greek
λαύριο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… … Dictionary of Greek
σιδηρίτης — Ανθρακικός σίδηρος, ο οποίος κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Σε αμιγή κατάσταση βρίσκεται με τη μορφή ρομβόεδρων, οπότε και ονομάζεται χαλυβίτης. Οι έδρες των ρομβοεδρικών κρυστάλλων είναι συνήθως καμπυλωτές, ο δε σχισμός, τέλειος… … Dictionary of Greek
τακονίτης — Μεταμορφωσιγενές στρωματικό σιδηρούχο μετάλλευμα. Αποτελείται από χαλαζία και σχιστόλιθο σε εναλλασσόμενα στρώματα. Η σύστασή του αποτελείται κυρίως από χαλαζία, αιματίτη, μαγνητίτη, βιοτίτη, χλωρίτες, αμφιβολίτες, ανθρακικά άλατα κλπ. Ο τ.… … Dictionary of Greek
αμαλγάμωση — ή αμαλγαμάτωση, η Χημ. 1. ο σχηματισμός κράματος που αποτελείται από υδράργυρο* και ένα άλλο ή άλλα μέταλλα 2. επικάλυψη αντικειμένων με αμάλγαμα 3. η διαδικασία για τον διαχωρισμό ενός μετάλλου από το μετάλλευμά του, κατά την οποία σχηματίζεται… … Dictionary of Greek